- βασίλειο
- το (AM βασίλειον, Α και βασιλήϊον, ιων. τ.)1. (στον εν. ή πληθ.) βασιλική κατοικία, ανάκτορο2. η επικράτεια του βασιλιά3. το βασιλικό αξίωμα και η εξουσίανεοελλ.1. χώρα της οποίας ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς («το βασίλειο της Δανίας»)2. τόπος όπου ευδοκιμεί κάτι3. φρ. α) «σόι πάει το βασίλειο» — τα μέλη μιας οικογένειας έχουν τα ελαττώματα των προγόνων τουςβ) «βρίσκεται στο βασίλειό του» — έχει πλήρη ελευθερία να δράσει όπως θέλει4. καθένα από τα μεγάλα πεδία παραδοσιακής μελέτης της Φυσικής Ιστορίας, δηλ. το ζωικό, το φυτικό και το ορυκτό βασίλειοαρχ.1. η πρωτεύουσα κράτους που κυβερνιέται από βασιλιά2. βασιλικό θησαυροφυλάκιο3. κάρα, διάδημα4. πληθ. Βασίλεια, ταγιορτή στη Βοιωτία προς τιμήν τού Διός Βασιλέως.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επίθ. βασίλειος (και βασιλήιος) με χρήση ουσιαστικού].
Dictionary of Greek. 2013.